-
1 γεγωνός
A loud-sounding, sonorous,πέμπει γεγωνὰ.. ἔπη A.Th. 443
;ὄντα δ' ἄφωνα βοὴν ἵστησι γεγωνόν Antiph.196.2
; loud of voice,ἀνήρ AP7.428.15
(Mel.): in later Prose,φωνή D.H.8.56
, Ph.1.348, Corn.ND 16;λόγος Ph.1.95
, al.;οὐ λόγῳ γ. ἀλλὰ τῇ ψυχῇ ἐκτείνασιν ἑαυτοὺς εἰς εὐχήν Plot.5.1.6
: [comp] Comp.γεγωνότερος, κύκνων AP9.92
(Antip. Thess.), cf. D.H.5.24, Hld.10.32;γ. φθέγγεσθαι Ath.14.622e
, etc.2 γεγωνός as neut.,γ. μέλος Ael.VH2.44
;γεγωνὸς ἀναβοᾶν Luc.Gall.1
;φθέγγεσθαι Philostr.VA5.9
, cf. Her.2.2;τὸ γ. τῆς ὀγκήσεως Corn.ND21
: also masc. and fem. as Adj.,γεγωνότος λόγου Ph.1.133
; πλήξεις γεγωνυίας resounding blows, ib. 123.3 Adv. [comp] Comp.γεγωνότερον ἐκβοήσας J.AJ4.3.2
, cf. Porph.Chr.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεγωνός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский